φακῷ

φακῷ
φακός
lentil
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • φάκωσις — ώσεως, ἡ, Α 1. η εμφάνιση φακίδων στο πρόσωπο 2. η κάλυψη τού προσώπου με φακίδες 3. αποχρωμάτωση τού λευκού στίγματος τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. ωσις, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φακῶ, όώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”